- προμήθειος
- -εία, -ον, και προμήθειος, -ον, Α [Προμηθεύς]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Προμηθέα2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Προμήθεια ή Προμήθιαονομασία γιορτής που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Προμηθέα, κατά τη διάρκεια τής οποίας γίνονταν αγώνες λαμπαδηδρομίας («εὐθὺς ἐγυμνασιάρχουν εἰς Προμήθεια», Λυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.